μετωνυμία
Σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει σημασιολογική σχέση.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Language
- Category: General language
- Company: Others
0
Other terms in this blossary
Creator
- MaryK
- 100% positive feedback
(Greece)