συμβολικό
Ενας τρόπος όπου το σημαίνον δεν συνδέει το σημαινόμενο αλλά το οποίο είναι αυθαίρετο ή καθαρά συγκαταβατικό ώστε η σχέση πρέπει να γνωσθεί (η λέξη 'στοπ', ένα κόκκιο φανάρι κυκλοφορίας, μι εθνική σημαία, ένας αριθμός (από τον Peirce). Δες επίσης, αυθεραισία, εικονικό, περιεχόμενο, τύποι σχέσης#Συμβολικό κεφαλαίο: Pierre Bourdieu τόνισε διαφορα είδη εσωτερικ΄΄ης σχέσης του κεφαλαίου, οικοομικού, πολιτιστικού, κοινωνικού και συμβολικού.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Language
- Category: General language
- Company: Others
0
Other terms in this blossary
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback