κοινωνιολεκτική
Ενας όρος της κοινωνικής γλωσσολογίας που αναφέρετι στους διακριτούς τρόπους στους οποίους χρησιμοποιείται η γλώσσα από μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Στην σημειολογία οι όροι αναφέρονται πιο ευρέως σε υπο-κώδικες που μοιράζονται τα μέλη τέτοιων ομάδων
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Language
- Category: General language
- Company: Others
0
Other terms in this blossary
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback