ιδιόλεκτος
Όρος που εκφράζει το σύνολο των ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων που συνθέτουν τον προσωπικό τρόπο έκφρασης ενός ατόμου. Μπορεί να αναφέρεται και με την ευρεία έννοια στους προσωπικούς κώδικες των ατόμων.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Language
- Category: General language
- Company: Others
0
Other terms in this blossary
Creator
- MaryK
- 100% positive feedback
(Greece)