dowdification
Συνειδητή παράληψη αρκετών λέξεων από μια παράθεση, για να ξεκινήσει μια επίθεση κατά του προσώπου που παραθέτεται.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Internet
- Category: Social media
0
Other terms in this blossary
Creator
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)