Home > Term: Αιδοίο
Αιδοίο
Το θηλυκό εξωτερικών γεννητικών όργανο. Έχει πέντε μέρη, συμπεριλαμβανομένου του ουρική ανοίγματος και το άνοιγμα προς τον Κόλπο.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Health care
- Category: Women’s health
- Government Agency: Womenshealth.gov
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)