Home > Term: φράζει
φράζει
Τη σύνδεση και σωληνώσεων μέσω των οποίων αέρια εισέλθει και να εξέλθει ένα κομμάτι του εξοπλισμού.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Agricultural chemicals
- Category: Pesticides
- Government Agency: U.S. EPA
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)