Home > Term: μεταβλητή
μεταβλητή
Τίποτα που αλλάζουν. Μια ποσότητα που ποικίλλει, ή μπορεί να ποικίλλει. Μέρος του μια μαθηματική έκφραση που μπορεί να αναλάβει οποιαδήποτε αξία.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Fishing
- Category: Marine fishery
- Organization: NOAA
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback