Home > Term: δικτυωτό
δικτυωτό
Ένα πλαίσιο λεπτό ξυλεία, σχεδιασμένο να υποστηρίζει αναρρίχησης φυτά.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Construction
- Category: Decks
- Company: GAF Decking
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback