Home > Term: εμπόριο
εμπόριο
1. Για την ανταλλαγή ένα στοιχείο για την άλλο, ένα άτομο ή της εταιρείας που παρέχει ένα στοιχείο (καλή, υπηρεσία, περιουσιακού στοιχείου, κ.λπ., ) σε άλλο πρόσωπο ή επιχείρηση, με το τελευταίο προσφέρει ένα διαφορετικό στοιχείο στο πρώτο σε αντάλλαγμα, ως πληρωμή. 2. Για την εξαγωγή ή/και εισαγωγής. 3. Η ποσότητα ή η αξία των εξαγωγών ή/και εισαγωγές.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)