Home > Term: εμπορεύσιμων
εμπορεύσιμων
1. Ικανό να αποτελέσουν αντικείμενο μεταξύ των χωρών. 2. a αγαθό ή υπηρεσία, η οποία είναι εμπορεύσιμη, με tradables αναφέρεται σε ένα συνολικό μέγεθος των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)