Home > Term: ανοχή
ανοχή
1) Την ικανότητα της διαβίωσης κάτι να ανθίστανται στις αντίξοες συνθήκες, όπως επιθέσεις παρασίτων, ακραίες καιρικές συνθήκες ή φυτοφαρμάκων. 2) Το ποσό των φυτοφαρμάκων που με ασφάλεια παραμονής στα ή για τα πρωτογενή γεωργικά προϊόντα τη στιγμή της πώλησης.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Agricultural chemicals
- Category: Pesticides
- Government Agency: U.S. EPA
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)