Home > Term: throughflow
throughflow
Νερού που διεισδύει και πλευρικά μετακινείται μέσα τους ορίζοντες άνω εδάφους και προκύπτει downslope ως Βλέπεσελίδα πριν εισέλθει σε μια ροή.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Earth science
- Category: Soil science
- Company: Soil Science Society of America
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)