Home >  Term: συγκοπή
συγκοπή

Σκόπιμη ανατροπή του μετρητή ή παλμών μέσω προσωρινή μετατόπιση από την προφορά να αδύναμη κτύπησε ή μια offbeat.

0 0

Creator

  • NPatsos
  •  (Silver) 821 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.