Home > Term: καρούλι
καρούλι
Έναν άξονα σε μια μηχανή τουρμπίνα που οδηγεί μία ή περισσότερες συμπιεστές με τη δύναμη που προέρχεται από μία ή περισσότερες ανεμογεννήτριες.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Aviation
- Category: Airplane flying
- Company: FAA
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)