Home > Term: στερεά
στερεά
Μια περιοχή που καλύπτεται εντελώς με μελάνι, ή τη χρήση 100% από ένα δεδομένο χρώμα. Σύνθεσης, τύπο σύνολο χωρίς διάστημα (κορυφαία) μεταξύ των γραμμών.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Printing & publishing
- Category: Paper
- Company: Neenah Paper
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback