Home > Term: μόλυνση
μόλυνση
Μόλυνσης που προκύπτουν από τη διάδοση λοιμωδών υλικού που παράγεται μετά από ένα πρωτεύον μόλυνσης ή δευτερεύοντα μολύνσεις χωρίς μια ανενεργή περίοδο που μεσολάβησε.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Plants
- Category: Plant pathology
- Company: American Phytopathological Society
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback