Home > Term: εκκαθάριση
εκκαθάριση
Για την αναζήτηση, χωρίς άδεια, μέσω υπολειμματικά στοιχεία για την απόκτηση ευαίσθητων πληροφοριών.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Telecommunications
- Category: General telecom
- Company: ATIS
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)