Home > Term: πόρος
πόρος
1. Συστατικό που χρησιμοποιείται σε μια δραστηριότητα, κυρίως παραγωγής. 2. A φυσικών πόρων.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback