Home >  Term: πόρος
πόρος

1. Συστατικό που χρησιμοποιείται σε μια δραστηριότητα, κυρίως παραγωγής. 2. A φυσικών πόρων.

0 0

Creator

  • Khrysaor
  •  (V.I.P) 30644 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.