Home > Term: αποθεματικά
αποθεματικά
1. Διεθνή αποθεματικά της μια κυβέρνηση ή την Κεντρική Τράπεζα. 2. Ποσά που κατείχαν οι τράπεζες εμπορικών αιθουσών στα θησαυροφυλάκιά τους ή στην κατάθεση στην Κεντρική Τράπεζα με τη δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας για τις καταθέσεις.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback