Home > Term: θήκη
θήκη
1. Μια ειδική τσάντα που φοριέται πάνω από το στόμα για τη συλλογή σκαμνί. 2. Μια εσωτερική, χειρουργικά κατασκευασμένη κοιλότητα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Medical
- Category: Gastroenterology
- Company: NIDDK
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)