Home > Term: περίσσεια
περίσσεια
Πλεόνασμα, υπέρβαση, ή επιπλέον.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
Creator
- athinapt
- 100% positive feedback
(TRILOFOS, Greece)
Πλεόνασμα, υπέρβαση, ή επιπλέον.
(TRILOFOS, Greece)