Home > Term: on
on
1) Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να ορίσει την κατάσταση 1 ενός bit· η κατάσταση μιας συσκευής σε λειτουργία· η κατάσταση ενός διακόπτη ή κυκλώματος που είναι κλειστό. Αναπαρίσταται από το σύμβολο 1. 2) Αντίθετο του off.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)