Home > Term: μονομερές
μονομερές
Ένα μόριο σχετικά απλή διάρθρωση και χαμηλού μοριακού βάρους που είναι σε θέση να πολυμερισμένα με ίδια ή συν-μονομερή σε πολυμερή, συνθετικές ρητίνες ή ελαστομερή. Παραδείγματα των μονομερών περιλαμβάνουν ως αιθυλένιο, προπυλένιο, στυρόλιο, βουταδιένιο και Βινυλίου χλωρίδιο.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Energy
- Category: Petrochemical products
- Company: Chevron Phillips Chemical
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)