Home > Term: μεγάκολο
μεγάκολο
Ένα τεράστιο, πρησμένα παχέος εντέρου που προκύπτει από πολλές διαφορετικές συνθήκες. Στα παιδιά, μεγάκολο είναι συχνότερη στα αγόρια από τα κορίτσια.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Medical
- Category: Gastroenterology
- Company: NIDDK
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)