Home > Term: μάσκαρα
μάσκαρα
Μια καλλυντική ουσία που σκουραίνει,χρωματίζει, δίνει όγκο στις βλεφαρίδες και εφαρμόζεται με πινέλο ή βουρτσάκι.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Personal care products
- Category: Makeup
- Company: LOreal
0
Creator
- nikikarma
- 100% positive feedback
(Spokane - WA, United States)