Home > Term: loft
loft
Μια κύρια βάση ή τμήμα επιφάνειας που δημιουργείται από μετάβαση ανάμεσα σε προφίλ.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Software
- Category: CAE
- Company: Dassault Systèmes
0
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback