Home > Term: λιγνίνη
λιγνίνη
Σύνθετη οργανική ουσία ή ομάδα ουσιών που χρησιμοποιούνται στα τοιχώματα κελί των xylem σκαφών και ορισμένων άλλων φυτικών κυττάρων, αποτελεί ξύλου.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Plants
- Category: Plant pathology
- Company: American Phytopathological Society
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback