Home > Term: ασανσέρ
ασανσέρ
Μία από τις τρεις άξονες κίνησης για τον καναπέ (μαζί με την πλευρική και γεωγραφικό μήκος).
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Medical devices
- Category: Radiology equipment
- Company: Varian
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)