Home >  Term: εισφορά
εισφορά

1. Να επιβάλλουν και τη συλλογή ενός φόρου ή δασμολογικών. 2. Δασμολογικές ή a φόρου.

0 0

Creator

  • eumelia.ganis
  • (Larissa, Greece)

  •  (V.I.P) 22675 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.