Home > Term: εισφορά
εισφορά
1. Να επιβάλλουν και τη συλλογή ενός φόρου ή δασμολογικών. 2. Δασμολογικές ή a φόρου.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)