Home > Term: νεφρική ανεπάρκεια
νεφρική ανεπάρκεια
Απώλεια της λειτουργίας των νεφρών. Βλέπε οξεία νεφρική ανεπάρκεια, χρόνιες νεφρίτιδα και τέλος-στάδιο νεφρικές ασθένειες.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Health care
- Category: Diabetes treatment
- Company: NIDDK
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)