Home > Term: διακοπτόμενο ροή
διακοπτόμενο ροή
Ροή, ή την επίτευξη μιας ροής, που δεν ρέει όλο το χρόνο και που ρέει μόνο όταν μια) που λαμβάνει baseflow αποκλειστικά και μόνο κατά τη διάρκεια υγρού περιόδων ή β) λαμβάνει εδάφους-λυμάτων ή παρατεταμένη συνεισφορές από τήξεως χιόνι ή άλλες ασταθείς επιφανειακών και των μικρού βάθους υπόγειας πηγές.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Earth science
- Category: Soil science
- Company: Soil Science Society of America
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback