Home > Term: είσοδος
είσοδος
1. Οτιδήποτε που χρησιμοποιείται σε μια διεργασία παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων τόσο των υπηρεσιών της κύρια παράγοντες και ενδιάμεσες εισροές. 2. Εισόδου μερικές φορές αναφέρεται μόνο σε ενδιάμεσες εισροές, που διακρίνονται από το πρωτεύον παράγοντες.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)