Home > Term: ταξινομητική
ταξινομητική
Μια κατάσταση στην οποία το σημαίνον δεν είναι εντελώς αυθαίρετο αλλά συνδέονται άμεσα με κάποιο τρόπο (σωματικά ή αιτιολογικά) να το σημαινόμενο - αυτό το σύνδεσμο μπορεί να παρατηρηθεί ή να συναχθεί (π.χ. καπνός, ανεμοδείκτης, θερμόμετρο, ρολόι, επίπεδο πνευμάτων, αποτύπωμα, δακτυλικών αποτυπωμάτων, να χτυπήσει την πόρτα, ποσοστό σφυγμού, εξανθήματα, πόνο) (Peirce).
- Part of Speech: adjective
- Industry/Domain: Language
- Category: General language
- Company: Others
0
Creator
- Maria Christou
- 100% positive feedback