Home > Term: κατακράτηση
κατακράτηση
Ένα σώμα του νερού ή ιλύος περιορίζεται από ένα φράγμα, dike, floodgate ή άλλων εμπόδιο.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Agricultural chemicals
- Category: Pesticides
- Government Agency: U.S. EPA
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)