Home > Term: απώλεια υστέρησης
απώλεια υστέρησης
Η απώλεια ισχύος σε ένα μετασχηματιστή από σίδηρο ή άλλη συσκευή εναλλασόμενου ρεύματος λόγω της μαγνητικής υστέρησης.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)