Home > Term: hash συνολικό
hash συνολικό
Ένα σύνολο ελέγχου που δεν έχει κανένα νόημα από μόνο του, εκτός από τον έλεγχο, π.χ., ο συνολικός αριθμός κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων που καταβάλλει.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Accounting
- Category: Auditing
- Company: AIS
0
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback