Home > Term: καταβεβλημένος, (κουρασμένος, καταπονημένος)
καταβεβλημένος, (κουρασμένος, καταπονημένος)
έχοντας μια εμφάνιση της Γάνδης, σπατάλη ή εξαντληθεί, από την παρατεταμένη πάσχουν, άσκηση, ή άγχος
- Part of Speech: adjective
- Industry/Domain: Literature
- Category: Novels
- Company: Amazon.com
0
Creator
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)