Home > Term: κόλπο
κόλπο
Μια μερίδα της ένα ωκεανό ή θάλασσα που εκτείνεται στη γη? μια εν μέρει περίκλειστων θάλασσα, π.χ., στον κόλπο του Ομάν.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Natural environment
- Category: Coral reefs
- Organization: NOAA
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)