Home >  Term: grinning
grinning

1. Ένα ελάττωμα στον ιστό, ιδιαίτερα ένα σέλινα με ιστού, που παρουσιάζεται όταν στρέβλωσης νήματα εμφάνιση μέσω την κάλυψη συμπλήρωση νήματα ή όταν τα νήματα έχουν αποκλίνουσες αποχωρήσεως ανοιχτούς χώρους σε κάθε πλευρά. 2. Προϋπόθεση a που παρουσιάζεται όταν το χαλί δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας εμφανίζει μέσα από το σωρό. 3. a εκτύπωσης όρος αναφέρεται είτε κακής κάλυψη, όπου το φόντο σκίαση δείχνει μέσω εκτύπωσης, ή στην "two-tone" Εμφάνιση της μια απόχρωση εκτυπώνονται με ασυμβίβαστη βαφών.

0 0

Creator

  • Andreas
  • (Larissa, Greece)

  •  (V.I.P) 20790 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.