Home > Term: πτυχιούχος
πτυχιούχος
(1) Ένα άτομο που έχει ολοκληρώσει με επιτυχία ένα πρόγραμμα σπουδών και κέρδισε την οριστική κατακύρωση
(2) ως επίθετο, αναφέρεται στην κατάσταση μετα από ένα απολυτήριο.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Education
- Category: Higher education
- Company: Common Data Set
0
Creator
- D.Varnalis
- 100% positive feedback
(Rome, Italy)