Home > Term: Καταναγκαστική πορνεία
Καταναγκαστική πορνεία
Να κάνει κάποιος έχουν σεξουαλικές χρημάτων, τη θέλησή τους.
- Part of Speech: verb
- Industry/Domain: Health care
- Category: Women’s health
- Government Agency: Womenshealth.gov
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)