Home > Term: επέκταση
επέκταση
σημαίνει να πολλαπλασιάσει έναν αριθμό με έναν άλλο (για τη δοκιμή επέκτασης και να ελέγξει την ακρίβεια του πολλαπλασιασμού πουγίνεται από τον πελάτη). Για να επεκτείνει τις διαδικασίες ελέγχου πρέπει να εφαρμόζει πρόσθετες ελεγκτικές διαδικασίες για να λάβει περισσότερες αποδείξεις.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Accounting
- Category: Auditing
- Company: AIS
0
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback