Home > Term: διάβρωση
διάβρωση
Την άνεση, μακριά του εδάφους από άνεμο ή νερό, που εντάθηκε από γη εκκαθάρισης πρακτικές που σχετίζονται με τη γεωργία, κατοικίες ή βιομηχανικής ανάπτυξης, οδική κτίριο ή καταγραφή.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Agricultural chemicals
- Category: Pesticides
- Government Agency: U.S. EPA
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)