Home > Term: στυτική δυσλειτουργία
στυτική δυσλειτουργία
Ανικανότητα για την επίτευξη και διατήρηση ενός penile ανέγερσης.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Health care
- Category: Women’s health
- Government Agency: Womenshealth.gov
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)