Home > Term: όλκιμο παραμόρφωση
όλκιμο παραμόρφωση
Συμπεριφορά στην οποία βράχους, σε μια κρίσιμη στρες, δεν rupture αλλά αντίθετα γίνει οριστικά την έχει του παραμορφωθεί από ρέει.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Natural environment
- Category: Earthquake
- Company: University of Utah
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)