Δόση: ποσότητα στους ακόλουθους τομείς: στη διατροφή, ιατρική, και Τοξικολογία: * δόση (Βιοχημεία), η ποσότητα του κάτι που μπορεί να καταναλωθεί από ή χορηγείται σε έναν οργανισμό, ή ότι ένας οργανισμός μπορεί να εκτεθεί σε στην ιατρική και την τοξικολογία: * απορροφούμενη δόση, το ποσό της ακτινοβολίας που έλαβε * χορήγησης της δόσης, η διαδικασία της διαχείρισης μια μετρημένη ποσότητα ένα φάρμακο ή χημική ουσία σε ένα άψυχο αντικείμενο ή το μη ανθρώπινα ζωικά * αποτελεσματική δόση, η μικρότερη ποσότητα μιας ουσίας που απαιτείται για την παραγωγή μια μετρήσιμες επιπτώσεις στις ένας ζωντανός οργανισμός * ισοδύναμης δόσης, κάποια δόση ακτινοβολίας στον ιστό * μέγιστη ανεκτή δόση, την υψηλότερη δόση των ραδιολογικών ή φαρμακολογική θεραπεία που θα παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα χωρίς απαράδεκτη τοξικότητα.
- Βέλτιστη βιολογικών δόση, η ποσότητα των ραδιολογικών ή φαρμακολογική θεραπεία που θα παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα με αποδεκτή τοξικότητα.
- Δόση αναφοράς, το Ηνωμένες Πολιτείες υπηρεσία προστασίας του περιβάλλοντος του μέγιστη αποδεκτή δόση από το στόμα μιας τοξικής ουσίας δοσολογία είναι ένα συνώνυμο για τη βιοχημική όρος δόση!
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Biotechnology; Health care; Life Sciences; Medical
- Category:
Other terms in this blossary
Creator
- IreneK
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)