Home > Term: ελαττωματικό
ελαττωματικό
Μια ελαττωματική μονάδα. μια μονάδα του προϊόντος που περιέχει ένα ή περισσότερα ελαττώματα σε σχέση με την ποιότητα characteristic(s) υπό εξέταση.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Quality management
- Category: Six Sigma
- Organization: ASQ
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)