Home > Term: θεματοφύλακας
θεματοφύλακας
Κάποιος ο οποίος έχει στην κατοχή του ή είναι υπεύθυνος για κάτι. Ορισμένοι φορείς αναθέτουν επενδυτικούς τίτλους σε μια τράπεζα, η οποία είναι θεματοφύλακας των τίτλων της εταιρείας.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Accounting
- Category: Auditing
- Company: AIS
0
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback