Home > Term: ιστού·
ιστού·
Ένας τύπος ιστούς που υποστηρίζει άλλων ιστών και τους συνδέει. Ιστού· παρέχει υποστήριξη στο στήθος.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Health care
- Category: Women’s health
- Government Agency: Womenshealth.gov
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)